Η κινεζική διείσδυση στα Δυτικά Βαλκάνια

 

Του Αμπατζίδη Ιωάννη

 

Η προοπτική ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση (εφεξής Ε.Ε.) αποτελεί πρωταρχικό στόχο για τα έξι υποψήφια κράτη των Δυτικών Βαλκανίων (Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία, Βοσνία Ερζεγοβίνη, Κόσοβο, Μαυροβούνιο, Σερβία) από τη στιγμή που το Συμβούλιο της ΕΕ δήλωσε τον Ιούνιο του 2003 πως στο σύνολό τους τα εν λόγω κράτη θα αποτελέσουν «αναπόσπαστο μέρος της ενωμένης Ευρώπης». Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, παρατηρούνται σημαντικές αλλαγές στην εν λόγω περιοχή, καθώς οι ηγέτες των Βαλκανίων φαίνεται να αναπτύσουν σημαντικούς δεσμούς με την Κίνα, της οποίας η πρωτοβουλία μιας ζώνης και ενός δρόμου (Belt and Road Initiative) αποτελεί μία περισσότερο απλουστευμένη και ταχύτερη πηγή χρηματοδότησης συγκριτικά με τις χρονοβόρες διαδικασίες που απαιτούνται να ακολουθηθούν από την ΕΕ και τους συναφείς χρηματοδοτικούς μηχανισμούς που διαθέτει. Η συνεργασία μεταξύ της Κίνας και των κρατών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, γνωστή και ως 16+1, προβλέπει την ενίσχυση της συνεργασίας ανάμεσα στις δύο πλευρές στους τομείς των υποδομών, των μεταφορών, του εμπορίου και των επενδύσεων. Το κείμενο αυτό θα επιχειρήσει να απαντήσει στο ερώτημα κατά πόσο η κινεζική προσέγγιση στα Δυτικά Βαλκάνια αποτελεί εμπόδιο στη διαδικασία ένταξης αυτών των χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ανάλυση επικεντρώνεται στη γεωπολιτική σημασία που έχει η περιοχή της χερσονήσου του Αίμου για την στρατηγική της κινεζικής εξωτερικής πολιτικής, καθώς και στη σημασία της κινεζικής πολιτικής και οικονομικής παρουσίας στα δυτικο-βαλκανικά κράτη συγκριτικά με τις αντίστοιχες σχέσεις τους με τις Βρυξέλλες.

 

Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, το πλαίσιο συνεργασίας 16+1 εντάσσεται στην ευρύτερη στρατηγική της πρωτοβουλίας μιας ζώνης και ενός δρόμου. Περιλαμβάνει πολυμερείς και διμερείς εταιρικές σχέσεις που βασίζονται σε τακτικές συναντήσεις μεταξύ εκπροσώπων της Κίνας και των εν λόγω κρατών, με σημαντικότερες τις ετήσιες συνόδους κορυφής των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων των 16+1 με τον πρόεδρο της Κίνας.[i] Το πλαίσιο περιλαμβάνει επίσης τη σύσταση γραμματείας που επιβλέπει τη διμερή συνεργασία, όπως επίσης και τη σύσταση επενδυτικών και ερευνητικών ταμείων για τη συνεργασία σε πολιτικές, οικονομικές και πολιτιστικές υποθέσεις. Η επίβλεψη της λειτουργίας της γραμματείας και των ταμείων γίνεται από το κινεζικό Υπουργείο Εξωτερικών.[ii]

 

Η οικονομική στασιμότητα μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 και την κρίση της Ευρωζώνης του 2010-2011 δημιούργησε πρόσφορο έδαφος για το Πεκίνο, προκειμένου να αυξήσει την επιρροή του στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Παρέχοντας επενδυτικά δάνεια με ευνοϊκούς όρους στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης προκειμένου να ανακάμψουν, η Κίνα βρήκε έναν τρόπο να αυξήσει τις διμερείς επαφές της με τα ευρωπαϊκά κράτη.[iii] Στην περίπτωση των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων, το κομμουνιστικό παρελθόν τους λειτούργησε ενθαρρυντικά ώστε η κινεζική κυβέρνηση να επιχειρήσει να εγκαινιάσει μια νέα δίοδο επικοινωνίας για νέες συνεργασίες, με αφετηρία τα Δυτικά Βαλκάνια και, εν συνεχεία, να διευρύνει τη μελλοντική της παρουσία στην Γηραιά Ήπειρο. Τα Βαλκάνια βρίσκονται σε μία ιδιαίτερα κομβική γεωγραφικά θέση για τις παγκόσμιες φιλοδοξίες της Κίνας, ειδικά ως προς τις εμπορικές διαδρομές στο πλαίσιο της εφαρμογής του Belt and Road Initiative. Παράλληλα, για τις οικονομίες των Δυτικών Βαλκανίων, η Κίνα αναδύεται ως ένας εταίρος που θα μπορούσε να εκπληρώσει τις επενδυτικές τους ανάγκες και τα στρατηγικά τους συμφέροντα, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι το Πεκίνο παραμένει πιστό στο να επεκτείνει την παρουσία του στο νοτιοανατολικό τμήμα της Ευρώπης οικοδομώντας νέες και στενότερες σχέσεις με τις χώρες αυτές.[iv]

 

Η κινεζική πολιτική στα Δυτικά Βαλκάνια συγκέντρωσε ποικίλες και διαφορετικές αντιδράσεις. Ορισμένοι πολιτικοί εκπρόσωποι και ειδικοί από τα κράτη μέλη του πλαισίου 16+1 χαιρέτησαν το νέο ενδιαφέρον της Κίνας για την περιοχή με συγκρατημένη αισιοδοξία, ενώ αξιωματούχοι της ΕΕ και πολλοί πολιτικοί και ειδικοί από τα παλαιότερα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποδέχθηκαν με μεγάλη δόση σκεπτικισμού την κινεζική προσέγγιση. Η κυβέρνηση της Κίνας απάντησε στην κριτική για την αυξανόμενη γεωπολιτική επιρροή του Πεκίνου στα Δυτικά Βαλκάνια πως ελπίζει ότι η BRI δε θα είναι «μονόδρομος», αλλά ένα έργο με το οποίο η Κίνα αγκαλιάζει τον κόσμο και που είναι ανοιχτό σε όλα τα κράτη που συμμετέχουν και είναι πρόθυμα να αποδεχθούν την «ισότητα στο διεθνές εμπόριο». Ωστόσο, οι ηγέτες της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένου του Γάλλου Προέδρου Μακρόν, και οι πρεσβευτές όλων των κρατών μελών της ΕΕ στο Πεκίνο έχουν αμφισβητήσει την ειλικρίνεια της κινεζικής πλευράς περί «αμφίδρομων οφελών».[v] Όσον αφορά τις υποψήφιες προς ένταξη χώρες στην ΕΕ, οι οποίες καλούνται να υιοθετήσουν το σύνολο των νομικών ρυθμίσεων της ΕΕ και να πληρούν ορισμένες πρόσθετες πολιτικές προϋποθέσεις ώστε να είναι δυνατή η ένταξή τους στην Ένωση, οποιαδήποτε συγκρουσιακή κατάσταση ανάμεσα σε ΕΕ και Κίνα θα μπορούσε να αποτελέσει μία πρόκληση για τη διαδικασία ένταξής τους. Επιπλέον, ορισμένες μελέτες έχουν υποστηρίξει πως τα κινέζικα έργα υποδομής στα Βαλκάνια τροφοδοτούν τη διαφθορά, την οποία η ΕΕ αξιολογεί ως βασικό εμπόδιο για την ενίσχυση του κράτους δικαίου στις υποψήφιες χώρες, το οποίο και αποτελεί βασική προϋπόθεση για την περαιτέρω πρόοδο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων.[vi]

 

Από το 2015 και μετά, οι συνολικές κινεζικές επενδύσεις σε διάφορες περιοχές ανά τον κόσμο έχουν ανέλθει σε περισσότερα από 2 τρισεκατομμύρια δολάρια. Από το 2012 έως το 2019, ο συνολικός όγκος των συμβάσεων σχετικά με την κατασκευή έργων υποδομής που χρηματοδοτούνταν από κινεζικές τράπεζες στα Δυτικά Βαλκάνια αυξήθηκε σημαντικά. Το συνολικό ποσό των κινεζικών δανείων που δόθηκαν στην περιοχή άγγιξε περίπου τα 14 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, εκ των οποίων μόνο η Σερβία έλαβε περισσότερο από το 60%.[vii] Η οικονομική παρουσία της Κίνας στην περιοχή τα τελευταία χρόνια χαρακτηρίζεται από το αυξανόμενο ύψος των επενδυτικών δανείων για έργα υποδομής που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό για την υλοποίησή τους από κινεζικές εταιρείες και από την απασχόληση Κινέζων εργαζομένων. Γίνεται αντιληπτό, πως κάτι τέτοιο, όχι μόνο δεν μειώνει τα οικονομικά οφέλη τέτοιου είδους έργων, αλλά δημιουργεί επίσης δυνατότητες για αυξημένη πολιτική επιρροή της Κίνας στις κυβερνήσεις των βαλκανικών κρατών.[viii]

 

Παρατηρώντας την εξέλιξη των διμερών σχέσεων μεταξύ της Κίνα και των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων συμπεραίνεται πως η μέχρι σήμερα πορεία τους έχει επηρεαστεί από διάφορους παράγοντες, οι οποίοι εντάσσονται είτε στους κοινούς “δεσμούς” που μοιράζονταν τα κράτη αυτά κατά το παρελθόν είτε στις εξελίξεις που συντελούνται στο πρόσφατο παρελθόν και παρόν και αφορούν την ευρύτερη περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων και της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.

 

Πιο συγκεκριμένα, η θέση της Κίνας ως “διεθνής παράγοντα” υψηλού κύρους, και σημαντικός οικονομικός εταίρος έχει ωθήσει αρκετά κράτη να δημιουργούν, να διατηρούν και να ενισχύουν τις καλές τους σχέσεις με το Πεκίνο. Φυσικά, τα Δυτικά Βαλκάνια δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν εξαίρεση. Αυτός, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο πρώτος παράγοντας που σε σημαντικό βαθμό έχει επηρεάσει και καθορίσει τις σχέσεις Κίνας – Δυτικών Βαλκανίων. Ο δεύτερος παράγοντας είναι οι παραδοσιακά καλές σχέσεις που έχουν τα κράτη της χερσονήσου του Αίμου με την ασιατική χώρα. Όλες οι δυτικο-βαλκανικές χώρες, ως μέρος του πάλαι ποτέ Ανατολικού Μπλοκ, αναγνώρισαν τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας το 1949. Ωστόσο, εκείνη την εποχή, αν και ήταν υπό κομμουνιστικό καθεστώς, μόνο η Αλβανία είχε κομματικές σχέσεις με την Κίνα, εκτός από διπλωματικές σχέσεις. Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων, οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων άρχισαν να υιοθετούν μία εξωτερική πολιτική δυτικού – κυρίως – προσανατολισμού, προωθώντας την ενσωμάτωση στην ΕΕ ως έναν από τους στόχους εξωτερικής πολιτικής τους, με την Κίνα να αποτελεί έναν σταθερό και αξιόπιστο υποστηρικτή τους στην εν λόγω πολιτική επιδίωξή τους.[ix]

 

Ο τρίτος σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει τις σχέσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές είναι η γεωγραφική θέση της περιοχής και η εγγύτητα με την αγορά της ΕΕ. Συγκεκριμένα, λόγω της ισχυρής οικονομικής της επέκτασης τις τελευταίες δεκαετίες, και ιδιαίτερα μετά την κρίση του 2008, η Κίνα προχώρησε σε επενδύσεις σε αγορές σε όλο τον κόσμο, μεταξύ αυτών και στην ευρωπαϊκή αγορά, χάρη στην BRI. Από αυτή την άποψη, η περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων αποτελεί κόμβο μεταξύ της Ελλάδας, όπου η κινεζική εταιρεία COSCO συμμετέχει στη λειτουργία του λιμανιού του Πειραιά από το 2009, και της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης. Έτσι, τα κινεζικά προϊόντα φτάνουν δια θαλάσσης από την Κίνα στον Πειραιά και στη συνέχεια μεταφέρονται στην ευρωπαϊκή ενδοχώρα οδικώς και σιδηροδρομικώς μέσω Βόρειας Μακεδονίας και Σερβίας. Επιπλέον, τα Βαλκάνια αποτελούν ως περιοχή ένα πεδίο στο οποίο οι κινεζικές εταιρείες λειτουργούν σύμφωνα με τα πρότυπα της ΕΕ, αλλά χωρίς τον ισχυρό ανταγωνισμό της ΕΕ ή τις ρυθμιστικές πιέσεις της ΕΕ. Παράλληλα, στις χώρες αυτές οι κινεζικές εταιρείες αποκτούν προνομιακή πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά, εκμεταλλευόμενες τους χαμηλότερους φόρους, καθώς επίσης και το εξειδικευμένο και φθηνό εργατικό δυναμικό της περιοχής.[x] Επομένως, η υποστήριξη της Κίνας στην προσχώρηση των Δυτικών Βαλκανικών Κρατών στην ΕΕ εξυπηρετεί, παράλληλα, και σημαντικά οικονομικά συμφέροντα για την Κίνα.

 

Ο τέταρτος παράγοντας είναι η ανάγκη των βαλκανικών κρατών για ανεύρεση νέων κεφαλαίων, προκειμένου να καλύψουν το επενδυτικό κενό που δημιουργήθηκε από την αποδυνάμωση της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής ικανότητας των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2008 και της κρίσης της Ευρωζώνης, η οποία οδήγησε σε σημαντική έλλειψη κεφαλαίου για το σύνολο των κρατών-μελών της ΕΕ, με τα Βαλκάνια να στρέφονται προς την Κίνα αποτελώντας για την τελευταία ένα πρόσφορο έδαφος για επενδύσεις.[xi] Κατά την διάρκεια της πανδημίας και στο πλαίσιο του ανταγωνισμού Κίνας – ΗΠΑ, η ανάγκη για ανέυρεση κεφαλαίων και επίτευξη επενδύσεων έγινε ακόμα εντονότερη. Σε αντίθεση με τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν τα Διαρθρωτικά Ταμεία και τα Ταμεία Συνοχής, οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων έχουν την ευκαιρία να λαμβάνουν προνομιακά δάνεια από κινεζικές τράπεζες, χωρίς δεσμεύσεις για 10-20 χρόνια, με επιτόκιο 2-4% και περίοδο χάριτος τριών έως επτά ετών.

 

Ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει τις σχέσεις της Κίνας με τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων είναι οι σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη, οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων άρχισαν να ασκούν εξωτερική πολιτική κυρίως δυτικού προσανατολισμού, προωθώντας την ευρωατλαντική ολοκλήρωση ως έναν από τους σημαντικότερους στόχους της εξωτερικής τους πολιτικής.[xii] Ωστόσο, αν και αυτές οι χώρες βρίσκονται σε διαδικασία σύνδεσης εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες, καμία εξ αυτών δεν έχει γίνει ακόμα μέλος της ΕΕ. Αυτό οφείλεται σε διάφορους λόγους, όπως, η αργή πρόοδος στις διαπραγματεύσεις, η έλλειψη σαφών και ρητών υποσχέσεων πως η ένταξή τους θα ολοκληρωθεί, συνδυαστικά και με την κωλυσιεργία των εν λόγω χωρών να εναρμονιστούν σταδιακά με τους κανονισμούς της ΕΕ, γεγονός που με τη σειρά του δημιουργεί ερωτηματικά για την πρόθεση τους να ολοκληρώσουν την διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Για να αποτραπεί η αίσθηση της απειλής στις Βρυξέλλες πως τα κράτη των Δυτικών Βαλκανίων στρέφονται προς την Κίνα, οι Κινέζοι αξιωματούχοι ανέκαθεν στις δηλώσεις τους στέκονται στο ότι στόχος αυτής της συνεργασίας είναι η ανάπτυξη μιας περιφερειακής προσέγγισης βασισμένης στην ισότητα και στο αμοιβαίο όφελος, προκειμένου να προωθηθούν οι σχέσεις μεταξύ Πεκίνου και Ευρώπης. Σύμφωνα με αυτούς, η σχέση της Κίνας με τα Δυτικά Βαλκάνια δεν είναι μία προσπάθεια εφαρμογής ενός «διαίρει και βασίλευε», αλλά στοχεύει στην οικοδόμηση μιας ακόμη κινεζικής «γέφυρας προς την Ευρώπη».[xiii]

 

Ο έκτος και τελευταίος παράγοντας είναι η πανδημία του Covid-19. Τον Αύγουστο του 2017, η Κίνα εισήγαγε ορισμένους περιορισμούς στην έγκριση κεφαλαίων για επενδύσεις και δάνεια σε κινεζικές εταιρείες στο εξωτερικό. Έπειτα, από την εν λόγω εξέλιξη, ο ανταγωνισμός Κίνας-ΗΠΑ μείωσε περαιτέρω τις ευκαιρίες για κινεζικές επενδύσεις στο εξωτερικό. Ωστόσο, η πιο σημαντική μείωση των κινεζικών επενδύσεων και δανείων στο πλαίσιο της BRI οφείλεται στην κρίση που προκλήθηκε από την πανδημία. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι κινεζικές εξωτερικές επενδύσεις ήταν μόνο 14 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ τα κινεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ενέκριναν μόνο 4 δισεκατομμύρια δολάρια για εξωτερικά δάνεια, ένα ποσό σημαντικά μικρότερο συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια. Ως εκ τούτου, η κινεζική κυβέρνηση αποφάσισε να επαναπροσδιορίσει την πολιτική των εξωτερικών επενδύσεων της διαθέτοντας λιγότερο κεφάλαιο στο εξής.[xiv] Από την άλλη πλευρά, οι οικονομίες των Δυτικών Βαλκανίων επιβαρύνονται και εκείνες από τις συνέπειες της πανδημίας. Τα δημόσια χρέη τους αυξάνονται, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να δώσουν κρατικές εγγυήσεις για τη λήψη προνομιακών δανείων από κινεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

 

Σύμφωνα με όσα παρουσιάστηκαν ανωτέρω γίνεται αντιληπτό ότι, η σχέση της Κίνας με τα δυτικο-βαλκανικά κράτη βασίζεται στον πραγματισμό και στους αυξανόμενους οικονομικούς, επενδυτικούς και επιχειρηματικούς δεσμούς. Η δέσμευση και οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές έχουν την ίδια αφετηρία: την αύξηση της παρουσίας και της δράσης της Κίνας στην αυλή της ΕΕ, κάτι που μπορεί ενδεχομένως να αποδυναμώσει τη διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στις χώρες αυτές. Οι ταυτόχρονοι στόχοι της τήρησης των κανονισμών της ΕΕ, της εκπλήρωσης των προϋποθέσεων ένταξης και της επίτευξης ταχείας οικονομικής ανάπτυξης ενδέχεται να «συγκρουστούν», εάν η τελευταία βασίζεται σε εκτεταμένη συνεργασία με την Κίνα που έρχεται σε αντίθεση με τα τεχνικά πρότυπα και τις πολιτικές απαιτήσεις της ΕΕ. Το πιο πιθανό μελλοντικό σενάριο είναι ότι οι πολιτικές ηγεσίες στα κράτη των Δυτικών Βαλκανίων θα προσπαθήσουν να επεκτείνουν περαιτέρω την οικονομική συνεργασία τους με την Κίνα, ενώ παράλληλα θα προσπαθήσουν να επιταχύνουν (όσο είναι δυνατόν) τη διαδικασία ένταξή τους στη μεγάλη οικογένεια των «27». Ωστόσο, όσο πιο κοντά βρίσκονται οι υποψήφιες για ένταξη χώρες στην ΕΕ στο κλείσιμο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων και στην ένταξη στην ΕΕ, τόσο πιο εναρμονισμένη θα είναι η κινεζική προσέγγιση με τους κανονισμούς της ΕΕ.

 

 

[i] Peter Ferdinand, “Westward ho—the China dream and ‘one belt, one road’: Chinese foreign policy under Xi Jinping”, International Affairs, Volume 92, Issue 4, (July 2016): 941–957, ημερομηνία πρόσβασης 28 Απριλίου 2022, https://academic.oup.com/ia/article/92/4/941/2688105

[ii] Marcin Przychodniak, “The “EU effect”: How European Union influences state’s involvement in the “16+1” China – Central and Eastern European Countries (China-CEEC) Initiative”, China-CEE Institute, No. 2016, (2018), ημερομηνία πρόσβασης 28 Απριλίου 2022, https://tinyurl.com/3w484y7v

[iii] Peter Cai, “Understanding China’s Belt and Road Initiative”, Lowy Institute for International Policy, (2020), ημερομηνία πρόσβασης 28 Απριλίου 2022, https://www.lowyinstitute.org/publications/understanding-belt-and-road-initiative

[iv] Peter Ferdinand, “Westward ho—the China dream and ‘one belt, one road’: Chinese foreign policy under Xi Jinping”, International Affairs, Volume 92, Issue 4, (July 2016): 941–957, ημερομηνία πρόσβασης 28 Απριλίου 2022, https://academic.oup.com/ia/article/92/4/941/2688105

[v] Dragan Pavlićević, “Structural Power and the China-EU-Western Balkans Triangular relations.” Asia Europe Journal 17, (2019): 453–468, ημερομηνία πρόσβασης 28 Απριλίου 2022, DOI:10.1007/s10308-019-00566-y

[vi] Florent Marciacq, The EU and the Western Balkans after the Berlin Process: Reflecting on the EU Enlargement in Times of Uncertainty, (Sarajevo: Friedrich Ebert Stieftung), https://tinyurl.com/mv5dba33

[vii] China Global Investment Tracker, (2020), https://www.aei.org/china-global-investment-tracker

[viii] Valbona Zeneli, “Chinese Investment Could Become a Challenging Factor for the European Future of the Western Balkans.”, The Globalist, (2019), ημερομηνία πρόσβασης 28 Απριλίου 2022, https://www.theglobalist.com/balkans-china-fdi-belt-and-road-eu/

[ix] Sanja Arežina, “Reflections of the “Belt and Road” Initiative and China-CEEC Cooperation

on the Perceptions of China Pervading the Public Discourse in Albania”, China-CEE Institute, (2020), ημερομηνία πρόσβασης 29 Απριλίου 2022, https://china-cee.eu/working_papers/reflections-of-the-belt-and-road-initiative-and-china-ceec-cooperation-on-the-perceptions-of-china-pervading-the-public-discourse-in-albania/

[x] Sanja Arežina, “Post-Pandemic World and Western Balkans: Transformative Resilience as the Response to the Consequences of the COVID-19 Pandemic”, China-CEE Institute, (2020), ημερομηνία πρόσβασης 29 Απριλίου 2022, https://china-cee.eu/working_papers/post-pandemic-world-and-western-balkans-transformative-resilience-as-the-response-to-the-consequences-of-the-covid-19-pandemic/

[xi] Marcin Przychodniak, “The “EU effect”: How European Union influences state’s involvement in the “16+1” China – Central and Eastern European Countries (China-CEEC) Initiative”, China-CEE Institute, No. 2016, (2018), ημερομηνία πρόσβασης 28 Απριλίου 2022, https://tinyurl.com/3w484y7v

[xii] Jeff Smith, “China’s Belt and Road Initiative: Strategic Implications and International Opposition”, The Heritage Foundation, (2018), https://www.heritage.org/asia/report/chinas-belt-and-road-initiative-strategic-implications-and-international-opposition

[xiii] Jeff Smith, “China’s Belt and Road Initiative: Strategic Implications and International Opposition”, The Heritage Foundation, (2018), ημερομηνία πρόσβασης 29 Απριλίου 2022, https://www.heritage.org/asia/report/chinas-belt-and-road-initiative-strategic-implications-and-international-opposition

[xiv] James Kynge & Jonathan Wheatley, “China pulls back from the world: Rethinking Xi’s

‘project of century’”, Financial Times, (2021), ημερομηνία πρόσβασης 29 Απριλίου 2022, https://www.ft.com/content/d9bd8059-d05c-4e6f-968b-1672241ec1f6  

 

Φωτογραφία: “International Conference on Belt and Road Initiative: session 2” by UNCTAD is licensed under the CC BY-SA 2.0 license.

Οι απόψεις που περιέχονται στο ανωτέρω άρθρο εκφράζουν αποκλειστικά την/τον συγγραφέα του και δεν αντιπροσωπεύουν τις επίσημες θέσεις του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων ή των ερευνητών του.

 

 

You may also like