Η γεωπολιτική σημασία
των σχέσεων Τουρκίας – ΗΑΕ

Της Νικολέττας Μέξα

   Κατά τη διάρκεια του 2021, έχει παρατηρηθεί μια σειρά ενεργειών μέσω των οποίων προωθείται η βελτίωση των διμερών σχέσεων μεταξύ της Τουρκίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (Η.Α.Ε.). Το γεγονός αυτό εντάσσεται στην προσπάθεια που καταβάλει η  Άγκυρα, στο πλαίσιο αποκλιμάκωσης της έντασης με ορισμένα αραβικά κράτη, ως αποτέλεσμα της εμπλοκής της στην σύρραξη στη Λιβύη, του τουρκικού αναθεωρητισμού στην περιφέρεια της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής καθώς και των διαφωνιών της με τα εν λόγω κράτη αναφορικά με εσωτερικές διενέξεις των μοναρχιών του Κόλπου. Η ιδεολογική και πολιτική διαφοροποίηση μεταξύ Άγκυρας και Άμπου Ντάμπι έχει τροφοδοτήσει την αντιπαλότητά τους – κυρίως από το 2013 κι έπειτα – προωθώντας ρητορική αλληλοκατηγοριών σε μια σειρά ζητημάτων που εμπίπτουν τόσο στην εσωτερική πολιτική των δύο κρατών όσο και άλλων αραβικών δυνάμεων. Παρά τη μακροχρόνια διαμάχη, ο Τούρκος πρόεδρος Recep Tayyip Erdoğan και ο πρίγκιπας διάδοχος του θρόνου των Η.Α.Ε., Mohamed bin Zayed bin Al Nahyan, συναντήθηκαν στην τουρκική πρωτεύουσα με απότοκο την υπογραφή δέκα συμφωνιών οικονομικής συνεργασίας [i]. Η προσέγγιση των Η.Α.Ε. από την Τουρκία δύναται να ερμηνευτεί στη βάση αναζήτησης οικονομικών εταίρων προς εκτόνωση της τουρκικής οικονομικής κρίσης. Ωστόσο, δύναται να υπάρξουν σημαντικές γεωπολιτικές αλλαγές στην περιφέρεια της Μέσης Ανατολής από την συγκεκριμένη προσέγγιση. Στόχος της παρούσας ανάλυσης είναι να εξεταστούν οι σχέσεις Τουρκίας – Η.Α.Ε. από το 2013 έως το 2021, οι λόγοι αντιπαλότητας των δύο κρατών ενώ τέλος θα γίνει αναφορά στον γεωπολιτικό αντίκτυπο της οικονομικής τους συνεργασίας.

   Η έναρξη των σχέσεων της Τουρκίας με τις αραβικές χώρες του Κόλπου τοποθετείται χρονικά τα πρώτα χρόνια μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, διάστημα κατά το οποίο επιχείρησε οικονομικό και εμπορικό άνοιγμα προς τη Μέση Ανατολή. Η άνοδος του «Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης» (Justice and Development Party – JDP/ AKP – Adalet ve Kalkınma Partisi) στην τουρκική κυβέρνηση έθεσε στην ατζέντα της εξωτερικής πολιτικής το ζήτημα της εντατικοποίησης της προσέγγισης με τα εν λόγω κράτη, αφενός σε διμερές επίπεδο, αφετέρου με τη συμμετοχή στο Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου (Σ.Σ.Κ. / Gulf Cooperation Council – GCC), όπου συμμετέχουν τα Η.Α.Ε.. Η συνεργασία αυτή επεκτάθηκε, επίσης, σε θέματα περιφερειακής ασφάλειας στην περιοχή, καθώς η ύπαρξη θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος, όπως οι εσωτερικές εντάσεις στο Λίβανο ή το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα κ.ά., αποτέλεσαν το έναυσμα για περαιτέρω στρατηγική δέσμευση στο συντονισμό πολιτικής για τα συγκεκριμένα ζητήματα. Εντούτοις, οι αρχικές κοινές πεποιθήσεις, αναφορικά με τις προαναφερθείσες κοινές προκλήσεις, φάνηκαν να αποκλίνουν, ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα της Αραβικής Άνοιξης (2010) οδηγώντας στην ιδεολογική διαφοροποίηση Τουρκίας – Κρατών του Κόλπου, και εν προκειμένω των Η.Α.Ε., και εν τέλει στην υποστήριξη διαφορετικών πλευρών στην αντιπαράθεση αυτή[ii].

   Η Άγκυρα και το Άμπου Ντάμπι συνδέονταν με ισχυρούς οικονομικούς δεσμούς κατά τη δεκαετία του 2000, χάρη στις επενδύσεις των Η.Α.Ε. στην Τουρκία αλλά και στο γεγονός ότι αποτέλεσε τον κύριο αγοραστή της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας και τον νούμερο ένα εμπορικό εταίρο. Οι εν λόγω σχέσεις, όμως, διαταράχθηκαν μετά το ξέσπασμα της Αραβικής Άνοιξης εξαιτίας, κυρίως, των διαφοροποιημένων πολιτικών στρατηγικών πεποιθήσεων των δύο πλευρών. Συγκεκριμένα, κύριο αίτιο στην αντιπαράθεση Τουρκίας – Η.Α.Ε. αποτέλεσε η επιθετική θέση έναντι ισλαμιστικών ομάδων, όπως της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην Αίγυπτο, και η επιθυμία του διαδόχου του Άμπου Ντάμπι να αποτελέσουν τα Η.Α.Ε. σημαντικό παράγοντα των περιφερειακών ζητημάτων στις χώρες του Αραβικού Κόλπου. Ο ιδεολογικός διαχωρισμός των δύο – άλλοτε – εταίρων κατέστη εμφανής το 2013, έτος κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε το πραξικόπημα κατά του προέδρου Morsi της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην Αίγυπτο. Η υποστήριξη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας από την Άγκυρα, αποτέλεσε σοβαρό πλήγμα στις σχέσεις με τα Η.Α.Ε.. Ωστόσο, το χάσμα κατέστη βαθύτερο κατά τη διάρκεια της συριακής κρίσης, καθώς τα δύο κράτη τάχθηκαν υπέρ διαφορετικών πλευρών, τα Η.Α.Ε. υποστήριξαν το καθεστώς του Άσαντ ενώ η Τουρκία ήταν υπέρμαχος της πολιτικής αλλαγής του καθεστώτος. Παρόμοια στάση, τηρήθηκε και στο ζήτημα της Λιβύης. Η εκστρατεία του Χαλίφα Χαφτάρ το 2014 υποστηρίχθηκε από τα Η.Α.Ε. ενώ η Τουρκία βρέθηκε στην πλευρά της αναγνωρισμένης από τα Ηνωμένα Έθνη κυβέρνησης. Σημαντικός παράγοντας στην συγκεκριμένη αντιπαλότητα αποτέλεσε η εμβάθυνση της σχέσης της Τουρκίας με το Κατάρ[iii]– κράτος που διατηρούσε στενές σχέσεις με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα[iv]. Τέλος, θα πρέπει να αναφερθεί ότι τα δύο κράτη προσπάθησαν να επωφεληθούν από το κενό ισχύος που δημιουργήθηκε στην περιοχή, ως συνέπεια των ασταθών κυβερνήσεων των κρατών αυτών, με αποτέλεσμα την προώθηση ισχυρισμών από τα Η.Α.Ε. περί φιλοδοξιών αναβίωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε βάρος των αραβικών χωρών από την Τουρκία, ενώ η τελευταία κατηγόρησε την πρώτη χαρακτηρίζοντάς την «αποσταθεροποιητικό παράγοντα» της περιοχής[v].

   Η απόπειρα πραξικοπήματος στις 15 Ιουλίου του 2016 στην Τουρκία αποτέλεσε εξίσου ένα ακόμα γεγονός στον χάρτη των συγκρούσεων με τα Η.Α.Ε.. Αρχής γενομένης από την δήλωση υποστήριξης του πραξικοπήματος από το Άμπου Ντάμπι, τουρκικά μέσα ενημέρωσης κατηγόρησαν το κράτος του Κόλπου ενώ ο πρώην υπουργός Εξωτερικών, Mevlüt Çavuşoğlu έκανε λόγο για οικονομική υποστήριξη του πραξικοπήματος από τρίτη χώρα, κατηγορώντας έμμεσα τα Η.Α.Ε.[vi]. Παρόλη την ρητορική κατηγοριών, πραγματοποιήθηκε μια σειρά κινήσεων «καλής θελήσεως» προς εκτόνωση της κρίσης των διπλωματικών σχέσεων των δύο κρατών. Σε αυτές συμπεριλήφθηκαν η συνάντηση του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών με τον Σεΐχη Mohamed bin Zayed, τον Σεΐχη  Mohammed bin Rashid Al-Maktoum, και τον Σεΐχη Abdullah bin Zayed, την τοποθέτηση του πρέσβη Shaheen στην Άγκυρα, θέση που παρέμενε ανενεργή από το 2013, ενώ σημαντική αποτέλεσε η ανακήρυξη του Κινήματος Γκιουλέν – η Τουρκία κατηγορεί το εν λόγω κίνημα ως υποκινητή του πραξικοπήματος – από το Σ.Σ.Κ. ως τρομοκρατική οργάνωση. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να τονιστεί ότι παρά τις προαναφερθείσες προσπάθειες βελτίωσης των διμερών σχέσεων Άγκυρας – Άμπου Ντάμπι, η επίσκεψη του υπουργού εξωτερικών των Η.Α.Ε., Σεΐχη Abdullah bin Zayed’s, τον Οκτώβρη του 2016, δεν συνέβαλε σημαντικά στην εξομάλυνσή τους, καθώς η Τουρκία απέρριψε πρόταση που αφορούσε σε οικονομικές επενδύσεις ως αντάλλαγμα της έκδοσης μελών της Μουσουλμανικής Αδελφότητας καθώς και στη συνεργασία περιφερειακών ζητημάτων. Εν τέλει, η αδυναμία εξεύρεσης γόνιμης λύσης στα προβλήματα μεταξύ των δύο κρατών συντέλεσε, έκτοτε, στην ενίσχυση ανταλλαγής κατηγοριών στα τηλεοπτικά μέσα, καθιστώντας τον ανταγωνισμό αυτόν ένα περιφερειακό πρόβλημα[vii].

   Η επεκτατική πολιτική που ακολουθούν τόσο η Τουρκία όσο και τα Η.Α.Ε., ο στόχος αύξησης της οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής τους επιρροής στο περιφερειακό σύστημα της Μέσης Ανατολής και η ιδεολογική τους απόκλιση αναφορικά με τα καθεστώτα στα κράτη του Κόλπου κατά τις τελευταίες δεκαετίες αποτέλεσαν τα κύρια αίτια της διαμάχης. Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται στην εμπλοκή τους στον πόλεμο στη Λιβύη, στη Συρία και στο Κέρας της Αφρικής. Ειδικότερα και αναφορικά με το «Λιβυκό» ζήτημα, ο πόλεμος  στο συγκεκριμένο κράτος έχει, ουσιαστικά, μετατραπεί σε πόλεμο αντιπροσώπων στo πλαίσιo της αντιπαλότητας Τουρκίας – Η.Α.Ε.. Καθώς τα Εμιράτα δραστηριοποιούνται στη Λιβύη από το 2011 (έτος επέμβασης του ΝΑΤΟ), παρέχουν στρατιωτική υποστήριξη στον στρατηγό Haftar – με τη συνεργασία της Γαλλίας και της Σαουδικής Αραβίας. Από την άλλη πλευρά η υποστήριξη της Τουρκίας και του Κατάρ στην αντίπαλη πλευρά – αναγνωρισμένη από τα Η.Ε. – με επικεφαλής τον Fayez al-Sarraj , έχει ως στόχο την αποτροπή ίδρυσης καθεστώτος που να υποστηρίζεται από τα Η.Α.Ε.. Πολλαπλές επιθέσεις έχουν πραγματοποιηθεί έκτοτε μεταξύ των δύο στρατοπέδων, υποστηριζόμενες από τα δύο αντίπαλα κράτη, οδηγώντας σε προειδοποιήσεις για αντίποινα, όπως και δηλώσεις περί «υποστήριξης τρομοκρατικών οργανώσεων από τα Η.Α.Ε., εχθρικών προς την Τουρκία» από τον Τούρκο υπουργό Άμυνας Hulusi Akar [viii].

   Παρόμοια είναι η κατάσταση και στο «Συριακό» ζήτημα. Όπως προαναφέρθηκε, η θέση των Εμιράτων υπέρ των Κούρδων και η υποστήριξη της αντιπολίτευσης, η οποία συνδέεται με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και τις φατρίες Τουρκμένων της Συρίας θεωρείται ζήτημα κλιμάκωσης της έντασης μεταξύ των δύο κρατών[ix]. Κύριο ζήτημα αντιπαλότητας στη συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί η συμμετοχή και επικράτηση των Η.Α.Ε. και των Σαουδαράβων από κοινού με τις Μονάδες Προστασίας του Λαού των Κούρδων της Συρίας και τους Κούρδους σε εκστρατείες έναντι των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (Syrian Democratic Forces – SDF), βασικούς αντίπαλους της Τουρκίας. Παράλληλα, το Άμπου Ντάμπι έχει καταδικάσει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της Τουρκίας στο Αφρίν το 2018 και στη βορειοανατολική Συρία το 2019. Υπό το πρίσμα αυτό, το 2020, τα Εμιράτα προκειμένου να περιορίσουν την τουρκική επιρροή στη βόρεια Συρία, προσέγγισαν εκ νέου τον Σύριο πρόεδρο, Bashar al-Assad, με στόχο την διακοπή της εκεχειρίας στο Ιντλίμπ και την επίθεση στους υποστηριζόμενους από την Άγκυρα αντάρτες[x].

   Η αντιπαλότητα για επιρροή εκτείνεται, όχι μόνο στη Μέση Ανατολή, αλλά και στο Κέρας της Αφρικής. Τα Εμιράτα από το 2018 έχουν επιδοθεί σε μια προσπάθεια μείωσης της τουρκικής επιρροής στα κράτη της Ερυθραίας, της Αιθιοπίας και της Σομαλιλάνδης μέσω επενδύσεων και ανάπτυξης δεσμών. Μάλιστα, το πραξικόπημα στο Σουδάν, κατά το 2018, και η ανατροπή του καθεστώτος του Omar al-Bahir  θεωρήθηκε από την Άγκυρα ως κατευθυνόμενη από το Άμπου Ντάμπι προσπάθεια αποδυνάμωσης της πολιτικής και οικονομικής επιρροής της Τουρκίας προς το Σουδάν, με απώτερο σκοπό την δημιουργία κυβέρνησης ιδεολογικά προσκείμενης στα Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία [xi].

   Οι διμερείς σχέσεις Τουρκίας – Η.Α.Ε., κατά το άνω περιγραφόμενο χρονικό διάστημα, μειώθηκαν σημαντικά εξαιτίας της εμπλοκής τους, σε αντίπαλα στρατόπεδα, στις κρίσεις που έλαβαν χώρα στη Μέση Ανατολή και στο Κέρας της Αφρικής. Ωστόσο, από το 2020 παρατηρείται η επαναπροσέγγιση των δύο κρατών προς εξομάλυνση των τεταμένων σχέσεών τους με αποκορύφωμα την επίσκεψη του πρίγκιπα διαδόχου του θρόνου των Η.Α.Ε., Mohamed bin Zayed bin Al Nahyan, τον Νοέμβριο του 2021. Η εν λόγω συνάντηση, δύναται να θεωρηθεί σημαντικός παράγοντας πιθανής ομαλοποίησης των σχέσεων της Τουρκίας με τη Σαουδική Αραβία, την Αίγυπτο, το Ισραήλ ή και την Συρία, ενώ στον αντίθετο πόλο το ίδιο μπορεί να ισχύει και για τις σχέσεις των Εμιράτων με το ιρανικό κράτος[xii]. Κύριος μοχλός προς αυτήν την κατεύθυνση αποτελεί το κενό ισχύος που δημιουργεί η εξωτερική πολιτική των Η.Π.Α. από τη Μέση Ανατολή. Η συνάντηση των ηγετών των δύο περιφερειακών δυνάμεων, προμηνύει την προσπάθεια αποκατάστασης των εντάσεων στην περιοχή. Προς αυτήν την κατεύθυνση συντείνει, παράλληλα, και η επανέναρξη συνομιλιών Σαουδικής Αραβίας – Ιράν, η επίσκεψη του Εμιρατιανού Σεΐχη Tahnoun στο Κατάρ, όπως και της προσπάθειας από πλευρά των Εμιράτων για τουρκική προσέγγιση της συριακής κυβέρνησης[xiii].

   Ο απομονωτισμός της εξωτερικής πολιτικής που έχει επιλέξει η Τουρκία τα τελευταία χρόνια από κοινού με την αντιπαλότητα που έχει αναπτυχθεί αφενός από εκείνη, αφετέρου από άλλα κράτη του περιφερειακού συστήματος και της μεταξύ τους ανάπτυξης συνεργασιών, εξαιτίας της εμπλοκής της στα προαναφερθέντα ζητήματα, καθιστούν επιτακτική την ανάγκη – δεδομένης, επίσης, της οικονομικής κρίσης που αντιμετωπίζει στο εσωτερικό της – επαναπροσέγγισης και επαναπροσδιορισμού των διπλωματικών σχέσεων με ορισμένα εξ αυτών. Για τον λόγο αυτό, θα μπορούσε να λεχθεί ότι υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ της υπογραφής οικονομικών συμφωνιών με τα Η.Α.Ε. – ύψους 10 δις. δολαρίων – και της γεωπολιτικής αντιπαλότητας. Η επαναπροσέγγιση, όμως με τα Εμιράτα, εξυπηρετεί εξίσου συμφέροντα του Τούρκου ηγέτη στο εσωτερικό της χώρας του. Οι οικονομικές συμφωνίες εξυπηρετούν την προώθηση της οικονομικής ύφεσης και κατ’ επέκταση την «σωστή» διαχείριση της εν λόγω κρίσης ως ένα πλεονέκτημα της τωρινής κυβέρνησης για τις προεδρικές εκλογές το 2023[xiv].

   Εν κατακλείδι, καθίσταται φανερό ότι η ιδεολογική και πολιτική αντιπαλότητα που αναπτύχθηκε μεταξύ της Τουρκίας και των Η.Α.Ε. και εντάθηκε, από το 2013, είχε ως κύριο αίτιο την προσπάθεια άσκησης επιρροής στα αραβικά κράτη και την εμπλοκή σε περιφερειακές συγκρούσεις με στόχο την προώθηση των εκάστοτε συμφερόντων. Παρά το γεγονός ότι η εν λόγω ένταση δεν εξελίχθηκε σε πολεμική σύγκρουση, αυτή μεταφέρθηκε υπό στρατιωτική μορφή στα πεδία μαχών άλλων κρατών, ενισχύοντας την εκάστοτε κρίση. Η εκτόνωση της ανυπαρξίας διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των δύο δυνάμεων δύναται να επωφελήσει αφενός την Τουρκία, τόσο σε εσωτερικό επίπεδο, όσο και σε εξωτερικό – δεδομένου του απομονωτισμού της – και αφετέρου τα Η.Α.Ε. για την εξομάλυνση των σχέσεων με άλλα κράτη της περιοχής. Αν και φαινομενικά, το κενό ισχύος των Η.Π.Α. αποτελεί παράθυρο ευκαιρίας μιας στενής συνεργασίας στο γεωπολιτικό τομέα των δύο δυνάμεων, η εμπειρία του 2016 καταδεικνύει την ύπαρξη – έως και σήμερα – ιδεολογικών διαφορών που, ίσως, αποτελέσουν τροχοπέδη στην στενότερη συνεργασία τους.

 

 

[i] Orhan Coskun, “Turkey, UAE sign investment accords worth billions of dollars,” Reuters, 24 Νοεμβρίου 2021, https://www.reuters.com/world/middle-east/turkey-hopes-uae-investment-deals-during-ankara-talks-2021-11-24/.

[ii] Saban Kardas, “Turkey’s Relations with the Gulf Countries: Trends and Drivers,” Hypotheses, 9 Νοεμβρίου, 2021, https://ovipot.hypotheses.org/15724.

[iii] Saban Kardas, “Turkey’s Relations with the Gulf Countries: Trends and Drivers,” Hypotheses, 9 Νοεμβρίου, 2021, https://ovipot.hypotheses.org/15724.

[iv] Hamdullah Baycar, “Rapprochement Spree: Abu Dhabi Recalibrates Relations with Ankara,” Carnegie Endowment for International Peace. 16 Δεκεμβρίου 2021, https://carnegieendowment.org/sada/86025.

[v] Ibid.

[vi] Yussef Sheiko, “The United Arab Emirates: Turkey’s New Rival,” Fikra Forum, 16 Φεβρουαρίου, 2018, https://www.washingtoninstitute.org/policy-analysis/united-arab-emirates-turkeys-new-rival.

[vii] Gokhan Demirtas, Hasim Tekines, “Mapping Changes in Turkish-UAE Relations: A Matter of Diplomacy,” Fikra Forum, 27 Αυγούστου 2021, https://www.washingtoninstitute.org/policy-analysis/mapping-changes-turkish-uae-relations-matter-diplomacy.

[viii] Asli Aydintasbas, Cinzia Bianco, “Useful enemies: How the Turkey-UAE rivalry is making the Middle East,” European Council on Foregn Relations, 15 Μαρτίου 2021, https://ecfr.eu/publication/useful-enemies-how-the-turkey-uae-rivalry-is-remaking-the-middle-east/#top.

[ix] Yussef Sheiko, “The United Arab Emirates: Turkey’s New Rival,” Fikra Forum, 16 Φεβρουαρίου, 2018, https://www.washingtoninstitute.org/policy-analysis/united-arab-emirates-turkeys-new-rival.

[x] Asli Aydintasbas, Cinzia Bianco, “Useful enemies: How the Turkey-UAE rivalry is making the Middle East,” European Council on Foregn Relations, 15 Μαρτίου 2021, https://ecfr.eu/publication/useful-enemies-how-the-turkey-uae-rivalry-is-remaking-the-middle-east/#top.

[xi] Asli Aydintasbas, Cinzia Bianco, “Useful enemies: How the Turkey-UAE rivalry is making the Middle East,” European Council on Foregn Relations, 15 Μαρτίου 2021, https://ecfr.eu/publication/useful-enemies-how-the-turkey-uae-rivalry-is-remaking-the-middle-east/#top.

[xii] Hamdullah Baycar, “Rapprochement Spree: Abu Dhabi Recalibrates Relations with Ankara,” Carnegie Endowment for International Peace. 16 Δεκεμβρίου 2021, https://carnegieendowment.org/sada/86025.

[xiii] Abdulaziz Kliani, “Eyes in U.S., Regional Concerns, UAE and Turkey Improve Ties,” The Arab Gulf States Institute in Washington, 9 Σεπτεμβρίου, 2021, https://agsiw.org/eyes-on-u-s-regional-concerns-uae-and-turkey-improve-ties/.

[xiv] Mustafa Gurbuz, “Turkey and the Gulf States: A New Era of Détente,” Arab Center Washington DC, 8 Δεκεμβρίου, 2021, https://arabcenterdc.org/resource/turkey-and-the-gulf-states-a-new-era-of-detente/.

 

 

Φωτογραφία: “Erdogan & Mohamed bin Zayed bin Al Nahyan” by Hürriyet Daily News.

Οι απόψεις που περιέχονται στο ανωτέρω άρθρο εκφράζουν αποκλειστικά την/τον συγγραφέα του και δεν αντιπροσωπεύουν τις επίσημες θέσεις του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων ή των ερευνητών του.

 

 

You may also like